- κτήνο(ν)
- κτῆνο(ν), τὸ (Μ)βλ. κτήνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωοτρόφος — (I) ζωοτρόφος, ον (Α) (για το γάλα) ζωοποιός, θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, κτηνο τρόφος]. (II) ο (Α ζῳοτρόφος, ον) αυτός που τρέφει ζώα, που παράγει και συντηρεί ζώα, κτηνοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κτήνος — και χτήνος, το (AM κτῆνος, Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν) ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῡς ἢ ἄλλο τι κτῆνος τὸ πῡρ διαπεφευγός», Ξεν. β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ… … Dictionary of Greek
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
ζευγοτρόφος — ζευγοτρόφος, ον (Α) αυτός που τρέφει, που έχει στην κατοχή του ζευγάρι ίππων ή βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek
θεοτρόφος — θεοτρόφος, ον (Μ) ο θεοτρεφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. βου τρόφος, κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek
ιπποτρόφος — ο(ν) (ΑΜ ἱπποτρόφος, ον) (για πρόσ. ή χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς ίππους νεοελλ. αυτός που συντηρεί ίππους και ασχολείται με την αναπαραγωγή τους αρχ. αυτός που διατηρεί ίππους για ιπποδρομικούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τρόφος (<… … Dictionary of Greek
ιχθυοτρόφος — ο (Α ἰχθυοτρόφος, ον) (για θάλασσα, λίμνη, ποταμό) αυτός που τρέφει άφθονα ψάρια, αυτός που είναι γεμάτος ψάρια νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ιχθυοτρόφος αυτός που ασχολείται με την ιχθυοτροφία, ο ιχθυοκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + τρόφος (<… … Dictionary of Greek
καμηλοτρόφος — καμηλοτρόφος, ὁ (Α) πάπ. αυτός που τρέφει, που διατηρεί καμήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + τρόφος (< τροφός < τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek
κονικλοτρόφος — ο, η αυτός που εκτρέφει κουνέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνικλος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek
κτενιοειδής — ές αυτός που έχει σχήμα χτενιού, όμοιος με χτένι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτένιον + συνδετικό φωνήεν ο και ειδής (< εἶδος), πρβλ. κτηνο ειδής, λεπιο ειδής] … Dictionary of Greek